Είναι ιδιαίτερα ανησυχητική η είδηση για το κλείσιμο του αλκοολογικού ιατρείου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για τη μοναδική δημόσια δομή στην Κρήτη που παρείχε εξειδικευμένη στήριξη σε άτομα με προβλήματα αλκοολισμού και τις οικογένειές τους.
Το γεγονός ότι η λειτουργία του ιατρείου σταματά λόγω της μετακίνησης ενός μόνο γιατρού, αναδεικνύει τόσο τη διαχρονική υποστελέχωση του δημόσιου συστήματος υγείας όσο και την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση χρόνιων και σοβαρών εξαρτήσεων, όπως ο αλκοολισμός.
Οι συνέπειες είναι πολυεπίπεδες:
Οι ασθενείς θα στερηθούν ολοκληρωμένης και δωρεάν υποστήριξης, που περιλαμβάνει σωματική αποτοξίνωση, ψυχολογική στήριξη και κοινωνική επανένταξη.
Οι οικογένειες χάνουν ένα πολύτιμο σύμμαχο στον αγώνα ενάντια στην εξάρτηση.
Η κοινωνία κινδυνεύει να δει αύξηση περιστατικών αλκοολισμού, υποτροπών και σχετικών κοινωνικών προβλημάτων.
Η μετάβαση στην ιδιωτική περίθαλψη δεν αποτελεί ρεαλιστική λύση για πολλούς ανθρώπους, λόγω κόστους και έλλειψης συντονισμού μεταξύ των ειδικοτήτων. Η απουσία δημόσιων, προσβάσιμων υπηρεσιών θεραπείας των εξαρτήσεων πλήττει κυρίως τους πιο ευάλωτους.
Η ανακοίνωση του προέδρου του σωματείου εργαζομένων στο ΠΑΓΝΗ Δημήτρη Βρύσαλη:
“Η αναγκαστική αναστολή λειτουργίας του αλκοολογικου ιατρείου δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, είναι αποτέλεσμα της σταδιακής συνειδητής υποβάθμισης του δημόσιου συστήματος υγείας. Αποτελεί ένα ακόμα χτύπημα σε βάρος των συνανθρώπων μας που παλεύουν καθημερινά με την εξάρτηση από το αλκοόλ, που ξεπέρασαν το στίγμα, έκαναν το βήμα να ζητήσουν βοήθεια, και τώρα μένουν μετέωροι, χωρίς θεραπευτικό πλαίσιο και παρακολούθηση“.
Το ιατρείο λειτουργούσε για 21 χρόνια, με τη σύμπραξη της Γαστρεντερολογικής Κλινικής, της Κοινωνικής Υπηρεσίας και εθελοντών, χωρίς καμία επιπλέον χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μέχρι σήμερα έχουν εξεταστεί σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία πάνω από 2500 άτομα, ασθενείς και οι οικογένειές τους.
Στην ανακοίνωσή του το σωματείο εργαζομένων αναφέρει επίσης ότι “η αναστολή λειτουργίας του ιατρείου θα οδηγήσει τους ασθενείς στην ατομική αναζήτηση θεραπευτικών και συμβουλευτικών παρεμβάσεων στο ιδιωτικό τομέα επιβαρύνοντας την τσέπη τους αλλά και διασπώντας τη σημαντική θεραπευτική σχέση που έχουν αναπτύξει με το προσωπικό του ιατρείου, που είναι κρίσιμη για την πορεία της θεραπείας“.